- πρωτοστολιστής
- πρωτο-στολιστής, οῦ, ὁ,A chief of the στολισταί, PGrenf.1.44 ii 2 (ii B.C.), CIG4945 (Philae, v A.D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτοστολιστής — ὁ, Α ο αρχηγός τών στολιστών, τών ατόμων που στόλιζαν τα αγάλματα τών θεών ή φύλαγαν τις ιερές ενδυμασίες ή τα ιερά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + στολίζω] … Dictionary of Greek